εὐμαθίῃ

εὐμαθίῃ
εὐμάθεια
readiness in learning
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση …   Dictionary of Greek

  • ευμαθία — εὐμαθία και εὐμαθίη, ἡ (Α) [ευμαθής] βλ. ευμάθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”